- υποχειριότητα
- η / ὑποχειριότης, -ητος, ΝΜΑ [ὑποχείριος]το να είναι κανείς υποχείριος, υποταγήνεοελλ.στρ. η μειονεκτική κατάσταση ενός στρατεύματος που βρίσκεται υπό τα εχθρικά πυρά και δεν μπορεί να μετακινηθεί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.